τριχοειδοσκοπία

τριχοειδοσκοπία
η, Ν
(ιατρ.-φυσιολ.) άμεση εξέταση τής κυκλοφορίας στα επιφανειακά τριχοειδή αγγεία με τη βοήθεια ειδικού μικροσκοπίου, το οποίο χρησιμοποιεί ανακλώμενο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριχοειδής + -σκοπία (< -σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οφθολμο-σκοπία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριχοειδοσκόπηση — η, Ν ιατρ. η τριχοειδοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχοειδής + σκόπηση (< σκοπώ < σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ενδο σκόπηση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”